κωκ

κωκ
το
βλ. κοκ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κοκ — και κωκ, το 1. στερεό προϊόν, πλούσιο σε άνθρακα, που λαμβάνεται με επεξεργασία, σε υψηλές θερμοκρασίες, τών γαιανθράκων και τών υπολειμμάτων πετρελαίου ή λιθανθρακόπισσας και το οποίο χρησιμοποιείται ως καύσιμο ή ως πρώτη ή βοηθητική ύλη για την …   Dictionary of Greek

  • πίσσα — Προϊόν συμπύκνωσης, που προέρχεται από την ξηρά απόσταξη οργανικών υλών. Είναι υγρό ή παχύρευστο προϊόν, μαύρου ή σκούρου συνήθως χρώματος και αδιάλυτο στο νερό. λιθανθρακόπισσα. Είναι ένα παραπροϊόν της παρασκευής του φωταερίου, το οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”